Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ναῦς"

Βρέθηκαν 15 λήμματα [1 - 15]
ναῦς, (βλ. κατωτ.), πλοίο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐν νήεσσι ή ἐν νηυσίν, στα πλοία, δηλ. στο στρατόπεδο που σχηματίζεται από τα αραγμένα στην παραλία πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· νῆες μακραί, Λατ. naves longae, πολεμικά πλοία, τα οποία κατασκευάζονταν μακρόστενα στο σχήμα ώστε να αναπτύσσουν γρήγορα ταχύτητα, ενώ τα εμπορικά σκάφη (νῆεςστρογγύλαι, γαῦλοι, ὁλκάδες) ήταν κατασκευασμένα στρογγυλά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Αττ. κλίση: ναῦς, νεώς, νηί, ναῦν, γεν. και δοτ. δυϊκ. νεοῖν, πληθ. νῆες, νεῶν, ναυσί, ναῦς· Επικ. κλίση: νηῦς, νηός, νηί, νῆα, πληθ. νῆες, νηῶν, νηυσί ή νήεσσι, νῆας, με μία ιδιαίτερη Επικ. γεν. και δοτ. πληθ. ναῦφι, -φιν· στη μεταγεν. Επικ., ονομ. νηῦς· Ιων. κλίση: νηῦς, νεός, νηί, νέα, πληθ. νέες, νεῶν, νηυσί, νέας· Δωρ. κλίση: ναῦς, νᾱός, νᾱΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν, ναυσὶ (ποιητ. νάεσσι), νᾶας· Τραγ. κλίση: ναῦς, ναός ή νεώς, ναΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν ή νεῶν, ναυσί, ναῦς.
ναυσθλόω, μέλ. -ώσω, συντετμ. αντί ναυστολέω, μεταφέρω διά θαλάσσης, σε Ευρ.Μέσ., μεταφέρομαι μέσα από τη θάλασσα, στον ίδ.Παθ., πορεύομαι διά θαλάσσης, στον ίδ.
ναυσι-κλειτός, , -όν, ξακουστός, περίφημος για τα πλοία του, σε Ομήρ. Οδ.
ναυσι-κλῠτός, -όν = το προηγ., επίθ. για τους Φαίακες, σε Ομήρ. Οδ.
ναυσῐ-πέρᾱτος, Ιων. νηυσι-πέρητος, -ον = ναυσίπορος, πλωτός ή (πιθ.) διαβατός μέσω στενού περάσματος, σε Ηρόδ.
ναυσί-πομπος[ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το πλοίο, σε Ευρ.
ναυσί-πορος[ῐ], -ον, I. αυτός τον οποίο μπορεί να περάσει κάποιος με πλοίο, πλωτός, λέγεται για ποταμό, σε Ξεν. II. 1. παροξ. ναυσιπόρος, -ον, Ενεργ., αυτός που διέρχεται με πλοίο, ποντοπόρος, ναυτιλλόμενος, σε Ευρ. 2. αυτός που προκαλεί την κίνηση πλοίου, λέγεται για τα κουπιά, στον ίδ.
ναυσί-στονος, -ον, άξιος θρήνου για την απώλεια πλοίων, ναυσίστονος ὕβρις, σε Πίνδ.
ναυσῐ-φόρητος, -ον, αυτός που μεταφέρεται με πλοίο, αυτός που πλέει, σε Πίνδ.
ναύ-σταθμον, τό (σταθμός), λιμάνι, αγκυροβόλι, όρμος, σταθμός πλοίων, αραξοβόλι, Λατ. statio navium, σε Ευρ., Θουκ.
ναύ-σταθμος, , = το προηγ., σε Πλούτ.
ναυστολέω (ναύστολος), μέλ. -ήσω· I. 1. μτβ., μεταφέρω, κομίζω μέσω θαλάσσης, σε Ευρ.Παθ., με Μέσ. μέλ. -ήσομαι, πορεύομαι διά θαλάσσης, στον ίδ. 2. οδηγώ, κυβερνώ πλοίο, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., τὼ πτέρυγε ποῖ ναυστολεῖς;, προς τα πού στρέφεις τα φτερά σου;, σε Αριστοφ. II. 1. αμτβ. όπως το Παθ., πορεύομαι επιβαίνοντας σε πλοίο, πλέω, σε Σοφ., Ευρ. 2. γενικά, με αιτ. του τόπου, ταξιδεύω σε..., σε Ευρ.
ναυστόλημα, -ατος, τό, οτιδήποτε μεταφέρεται με πλοίο· στον πληθ., = ναυστολία· πόντου ναυστολήμαθ', σε Ευρ.
ναυστολία, , πορεία διά θαλάσσης, ναυτική επιχείρηση, εκστρατεία, σε Ευρ.
ναύ-στολος, -ον (στέλλω), αυτός που διασχίζει το νερό, που μεταφέρεται διά θαλάσσης, που πλέει, σε Αισχύλ.