Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ναύτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ναύτης, -ου, (ναῦς), Λατ. nauta, I. ναύτης, ναυτικός, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ως επίθ., ναύτης ὅμιλος, σε Ευρ. II. σύντροφος ή συνταξιδιώτης στη θάλασσα· ναύτην ἄγειν τινά, σε Σοφ.