LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ναύαρχος"
- ναύ-αρχος, ὁ, διοικητής στόλου, ναύαρχος, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Σοφ.· ιδίως ο Σπαρτιάτης ναύαρχος, διότι οι Αθηναίοι ναύαρχοι διατηρούσαν το όνομα στρατηγοί, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.