LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ναός"
- νᾱός, Ιων. νηός, Αττ. νεώς, ὁ (ναίω)· I. κατοικία θεού, ιερό, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. II. το εσώτατο μέρος ναού, ο σηκός, όπου ήταν τοποθετημένη η εικόνα, το άγαλμα του θεού, σε Ηρόδ., Ξεν.