LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ναυπηγέω"
- ναυπηγέω (ναυπηγός), μέλ. -ήσω, κατασκευάζω πλοία, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., ναῦς ναυπηγέεσθαι, κατασκευάζω πλοία για τον εαυτό μου, αναθέτω την κατασκευή τους σε άλλον προς όφελός μου, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για πλοία, κατασκευάζομαι, ναυπηγούμαι, σε Θουκ., Ξεν.