Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ναυκληρία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ναυκληρία, , I. 1. ναυτικός βίος, ιδιοκτησία, κατοχή πλοίου, σε Αριστ. 2. ποιητ., ταξίδι θαλασσινό, πλους, σε Ευρ.· περιπέτεια, επιχείρηση, στον ίδ. II. πλοίο, στον ίδ.