Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νίφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νίφω[ῑ], αόρ. αʹ ἔνιψα· 1. χιονίζω· σε προσ. σύνταξη, ὅτε ὤρετο Ζεὺς νιφέμεν (Επικ. απαρ.), όταν ο Δίας άρχισε να ρίχνει χιόνι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅταν νίφῃ ὁ θεός, σε Ξεν.· μεταφ., χρυσῷ νίφων, πέφτοντας σαν βροχή από χρυσό, σε Πίνδ. 2. απρόσ., νίφει, χιονίζει (πρβλ. ὕει, συσκοτάζει), σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., νιφάδος νιφομένας, όταν το χιόνι πέφτει, σε Αισχύλ. 3. Παθ., καλύπτομαι από χιόνι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.