Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νίκη"

Βρέθηκαν 12 λήμματα [1 - 12]
νίκη, ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. του νίκημι.
νίκη[ῑ], , I. 1. νίκη, επικράτηση σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σε αθλητικούς αγώνες, σε Πίνδ. κ.λπ.· με γεν. υποκειμενική, νίκη φαίνεται Μενελάου, φανερά ανήκει στον Μενέλαο, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά και με γεν. αντικειμενική, νίκη ἀντιπάλων, νίκη, υπερκράτηση έναντι των αντιπάλων, σε Αριστοφ. 2. γενικά, κυριαρχία, υπερίσχυση, υπερτέρηση· νίκην διασῴζεσθαι, διαφυλάσσω τους καρπούς της νίκης, σε Ξεν. II. ως κύριο όνομα, ἡ Νίκη, η θεά της νίκης, σε Ησίοδ.
νῑκήεις, Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.
νίκημα[ῑ], -ατος, τό (νικάω), βραβείο νίκης, νίκη, σε Πολύβ.
νίκημι, Αιολ. αντί νικάω, σε Θεόκρ.· ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. νίκη, σε Πίνδ., Θεόκρ.
νῑκησέμεν, Επικ. απαρ. μέλ. του νικάω.
νῑκητέον, ρημ. επίθ. του νικάω, αυτό που πρέπει να νικηθεί, σε Ευρ.
νῑκητήριος, , -ον (νικάωI. αυτός που ανήκει στον νικητή ή στη νίκη· νικητήριον φίλημα, φιλί ως ανταμοιβή του νικητή, σε Ξεν. II. 1. ως ουσ., νικητήριον (ενν. ἆθλον), τό, έπαθλο νίκης, σε Αριστοφ., Ξεν.· κυρίως στον πληθ., σε Ευρ., Πλάτ. 2. νικητήρια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή για τη νίκη, σε Ξεν.
νῑκητικός, , -όν (νικάω), αυτός που είναι πιθανόν να νικήσει, που οδηγεί προς τη νίκη, σε Ξεν.· τὸ νικητικώτατον, ο επικρατέστερος τρόπος για να νικήσει κάποιος, σε Πλούτ.
νῑκηφορέω, μέλ. -ήσω, αποκομίζω ως έπαθλο· δάκρυα νικηφορεῖ, δεν κερδίζει τίποτε άλλο παρά μόνο δάκρυα, σε Ευρ.
νῖκηφορία, , Δωρ. νικᾱφ-, επικράτηση, νίκη, σε Πίν.
νῑκη-φόρος (φέρω), Δωρ. νικᾱφ-, -ον, I. αυτός που φέρνει τη νίκη, σε Αισχύλ. II. (φέρομαι) αυτός που λαμβάνει το βραβείο, κυρίαρχος, νικητής, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.