Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νήριτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νήρῐτος, -ον, = νήριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον, σε Όμηρ.