LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νήδυμος"
- νήδῠμος, -ον, επίθ. προσδ. του ὕπνος· 1. = ἡδύς, γλυκός, ευχάριστος· 2. από τα νη-, δύνω, ύπνος από τον οποίο κάποιος δεν ξυπνάει, βαθύς ύπνος, περίπου όπως το νήγρετος, σε Όμηρ.