Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νέμω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νέμω, μέλ. νεμῶ, αόρ. αʹ ἔνειμα, Επικ. νεῖμα, παρακ. νενέμηκαΜέσ., μέλ. νεμοῦμαι, Ιων. νεμέομαι, αόρ. αʹ ἐνειμάμηνΠαθ., μέλ. νεμηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐνεμήθην, παρακ. νενέμημαι.
Α. I.
διανέμω, μοιράζω, διαμοιράζω, λέγεται για φαγητό και ποτό, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται επίσης για θεούς, νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν, σε Ομήρ. Οδ.· μοῖραν νέμω τινί, δείχνω σε κάποιον τον οφειλόμενο σεβασμό, σε Αισχύλ. κ.λπ.Παθ., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται, απονέμεται ελεύθερα σ' αυτούς, σε Ηρόδ.· κρεῶν μεστοὶ νενεμημένων, λέγεται για διανεμημένες μερίδες κρέατος, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, και επομένως, έχω σαν μερίδιό μου, κατέχω, απολαμβάνω, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. διαμένω, κατοικώ, στον ίδ.· απόλ., διαμένω, σε Ηρόδ. 3. ξοδεύω, διέρχομαι, περνώ (λέγεται για τον χρόνο), αἰῶνα, ἡμέραν, σε Πίνδ. III. 1. Ενεργ. με σημασία όπως στη Μέσ., κρατώ, κατέχω, έχω· γῆν, χώραν, πόλιν, σε Ηρόδ., Αττ.Παθ., λέγεται για τόπους, κατοικούμαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για χώρα, συντηρούμαι, οικούμαι, σε Θουκ. 2. έχω τη διακυβέρνηση, διοικώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· νέμω οἴακα, κρατώ τιμόνι, κυβερνώ, διευθύνω, σε Αισχύλ.· νέμω ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, στηρίζω τη δύναμή μου στα σκήπτρα, στον ίδ.· νέμωγλῶσσαν, χρησιμοποιώ τη γλώσσα, στον ίδ. 3. όπως το νομίζω, θεωρώ, παραδέχομαι· σὲ νέμω θεόν, σε Σοφ.· προστάτην νέμειν τινά, διαλέγω κάποιον σαν προστάτη μου, σε Αριστ. Β. I. 1. λέγεται για βοσκούς, βόσκω, τρέφω κοπάδια, τα οδηγώ στη βοσκή, τα φροντίζω, Λατ. pascere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. κ.λπ.· μεταφ., νέμω χόλον, σε Σοφ. 2. Μέσ., λέγεται για κοπάδι, τρέφομαι, δηλ. πηγαίνω στη βοσκή, βόσκω, Λατ. pasci, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφομαι με κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους, τρώω, σε Σοφ.· λέγεται και για φωτιά, κατακαίω, κατατρώγω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για καρκινοειδή έλκη, εξαπλώνομαι· ἐνέμετο πρόσω, σε Ηρόδ. II. 1. με αιτ. τόπου, ὄρη νέμειν, βόσκω στους λόφους (το κοπάδι μου), σε Ξεν.Παθ., (τὸ ὄρος) νέμεται βουσί, σε Ξεν. 2. μεταφ., πυρὶ νέμειν πόλιν, παραδίδω την πόλη στις φλόγες και την καταστρέφω, σε Ηρόδ.Παθ., πυρὶ χθὼν νέμεται, η γη κατατρώγεται από τη φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.