Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νέμεσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νέμεσις (νέμω), -εως, , Επικ. δοτ. νεμέσσει·
Α. I. 1.
κυρίως, απόδοση αυτού που οφείλεται· απ' όπου, δικαιολογημένη έκφραση θυμού, οργής για οτιδήποτε άδικο, δίκαιη αγανάκτηση, σε Όμηρ.· οργή γι' αυτούς που ανάξια απολαμβάνουν την εύνοια της τύχης, σε Αριστ. 2. λέγεται για τους θεούς, όπως το φθόνος, ζηλοτυπία, αγανάκτηση, οργή, εκδίκηση· ἐκ θεοῦ νέμεσις, σε Ηρόδ., Σοφ. II. αντικείμενο δίκαιης αγανάκτησης, σε Όμηρ.· οὐ νέμεσίς (ἐστι), δεν υπάρχει λόγος αγανάκτησης, με απαρ., στον ίδ., σε Σοφ. III. αγανάκτηση για το κακούργημα που έχω διαπράξει, για το προσωπικό σφάλμα ή παράπτωμα, αίσθημα αμαρτίας, ενοχής, σε Ομήρ. Ιλ. Β. Νέμεσις, , ως κύριο όνομα, κλητ. Νέμεσι, η Νέμεσις, προσωποποίηση της θεϊκής οργής, σε Ησίοδ.· στους Τραγ., θεά της ανταπόδοσης, της εκδίκησης, αυτή που ταπεινώνει τους υπερόπτες και τιμωρεί τα εγκλήματα.