Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νέκταρ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
νέκτᾰρ, -ᾰρος, τό, I. νέκταρ, το ποτό των θεών, όπως η αμβροσία ήταν το φαγητό τους, σε Όμηρ. κ.λπ.· προσφερόταν όπως το κρασί από την Ήβη και αναμειγνυόταν με νερό, στον ίδ. II. μεταφ., νέκταρ μελισσᾶν, δηλ. μέλι, σε Ευρ.· χρησιμ. για να δηλώσει το αρωματικό μύρο, σε Ανθ.· ο Πίνδ. καλεί την ωδή του νέκταρ χυτόν.
νεκτάρεος[ᾰ], -έα, Ιων. -έη, -εον, αυτός που έχει τις ιδιότητες του νέκταρος· λέγεται για ενδύματα, πιθ., αρωματισμένος, αρωματικός, ή, γενικά, θεϊκός, εξαίρετος, λαμπρός, έξοχος, σε Ομήρ. Ιλ.· κυριολεκτικώς, νεκταρέαι σπονδαί, σπονδές από νέκταρ, σε Πίνδ.