Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νάρκη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νάρκη, , I. αναισθησία, απονέκρωση, παράλυση, Λατ. torpor, σε Αριστοφ. II. πλατύ ψάρι που ναρκώνει όποιον το αγγίζει, της οικογένειας των Τορπεδινιδών, «ηλεκτρισμένο» ψάρι ή «μουδιάστρα», σε Πλάτ.