Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μῶμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μῶμος, , I. κατηγορία, εμπαιγμός, όνειδος, μῶμον ἀνάψαι, προσάπτω κατηγορία, στιγματίζω κάποιον, σε Ομήρ. Οδ. II. προσωποποιημένος, Μῶμος, θεός της επίκρισης, σε Ησίοδ. (συγγενές προς μέμφομαι;).