Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μῦς"

Βρέθηκαν 22 λήμματα [1 - 20]
μῦς, , γεν. μυός, αιτ. μῦν, κλητ. μῦ· Λατ. mus, I. ποντικός, σε Βατραχομ.· μῦς ἀρουραῖος, ποντικός των αγρών (αρουραίος), το είδος των hamster, σε Ηρόδ.· μῦς πίσσας γεύεται, παροιμ. λέγεται για κάποιον που μπαίνει σε πειρασμό να φάει κάτι και βρίσκεται πιασμένος, σε Θεόκρ. II. μυς του σώματος, Λατ. musculus, στον ίδ.
μῠσᾰρός, , -όν (μύσος),· 1. ρυπαρός, ακάθαρτος· απ' όπου, αηδιαστικός, σιχαμερός, βδελυρός, σε Ευρ.· τὸ μυσαρόν, βδέλυγμα, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, μιαρός, μολυσμένος, σε Ευρ.
μῠσάττομαι (μύσος), μέλ. μυσαχθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμυσάχθην, αποθ.· αισθάνομαι αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι, με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.
μῠσαχθής, -ές, ποιητ. αντί μυσαρός, σε Ανθ.
Μύσιος[ῡ], , -ον (Μυσός), προερχόμενος ή καταγόμενος από την Μυσία· Μύσιον (ενν. θρήνημα) τό, θρηνητικό τραγούδι από τη Μυσία, σε Αισχύλ.· πρβλ. Κίσσιος.
μύσος[ῠ], τό, ακαθαρσία σώματος ή πνεύματος· μεταφ., βδέλυγμα, μίασμα, Λατ. piaculum, στους Τραγ.
Μῡσός, , κάτοικος της Μυσίας, σε Αισχύλ.· από τον εκθηλυσμένο χαρακτήρα τους, το Μυσῶν λεία κατέληξε να σημαίνει λεία προορισμένη για όλους, για οτιδήποτε είναι δυνατόν να λαφυραγωγηθεί χωρίς το φόβο της τιμωρίας, σε Δημ.
μυσ-πολέω (μῦς), τρέχω εδώ κι εκεί σαν ποντικός, σε Αριστοφ.
μυστᾰγωγία, , εισαγωγή στα μυστήρια, σε Πλούτ.
μυστ-ᾰγωγός, (μύστης, ἄγω), αυτός που εισάγει στα μυστήρια, μυσταγωγός, σε Πλούτ.
μύσταξ, -ᾰκος, , Δωρ. και Λακων. λέξη, το πάνω χείλος, μουστάκι, σε Θεόκρ.· πρβλ. μάσταξ.
μυστηρικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τα μυστήρια, μυστικός, σε Αριστοφ.
μυστήριον, τό (μύστης),· 1. μυστική ή απόκρυφη διδασκαλία· στον πληθ., τὰ μυστήρια, τα μυστήρια των Καβείρων στη Σαμοθράκη, σε Ηρόδ.· της Δήμητρας στην Ελευσίνα, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. οτιδήποτε μυστικό ή απόκρυφο, σε Πλάτ. 3. σκεύη που χρησιμοποιούνται σε μυστηριακές τελετές, σε Ευρ., Αριστοφ. 4. στην Κ.Δ., μυστήριο, θεϊκό μυστήριο, κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη αντίληψη.
μυστηρίς, -ίδος, ιδιόρρυθμο θηλ. του μυστηρικός, σε Ανθ.
μυστηριῶτις, -ιδος, (μυστήριον), αυτή που ανήκει ή αρμόζει στα μυστήρια· μυστηριῶτις σπονδή, ανακωχή κατά τη διάρκεια των Ελευσινίων μυστηρίων, σε Αισχίν.
μύστης, -ου, (μυέω),· 1. αυτός που έχει εισαχθεί στα μυστήρια, σε Ευρ.· 2. ως επίθ., μυστικός, σε Αριστοφ., σε Ανθ.
μυστικός, , -όν, μυστικός, συνδεδεμένος με τα μυστήρια, μυστικὸς Ἴακχος, το μυστηριακό άσμα του Ιάκχου, σε Ηρόδ.· τὰ μυστικά, τα μυστήρια, σε Θουκ.· τὰ χοιρία μυστικά, στον Αριστοφ., είναι πιθ. άθλια, ισχνά γουρούνια, όπως αυτά που οἱ μύσται συνήθιζαν να προσφέρουν.
μυστῑλάομαι, παρακ. μεμυστίλημαι, αποθ., βουτώ ψωμί στη σούπα ή στο ζωμό και το τρώω, σε Αριστοφ.· μεταφ., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, τρώει με την κουτάλα το δημόσιο χρήμα, στον ίδ.· μτχ. παρακ. με Παθ. σημασία, με αδειάζουν, στον ίδ.
μυστίλη[ῑ], , κομμάτι ψωμιού που χρησιμοποιείτο για να τρώγονται μ' αυτό η σούπα ή ο ζωμός, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
μυστῐ-πόλος, -ον (μύστης, πολέω), αυτός που δίνει επίσημο τόνο στα μυστήρια, που τελεί μυστηριακές τελετουργίες, σε Ανθ.