Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μῦ"

Βρέθηκαν 169 λήμματα [1 - 20]
μύ ή μῦ, μουρμουριστός ήχος που παράγεται από τα χείλη, μῦλαλεῖν, μουρμουρίζω, σε Ιππών.· μιμούμαι τον ήχο του κλάματος που συνοδεύεται από λυγμούς, μὺ μῦ, μὺ μῦ, ή, καλύτερα, μυμῦ, μυμῦ, σε Αριστοφ.
μυ-άγρα, (μῦς), ποντικοπαγίδα, σε Ανθ.
μῡ-γᾰλῆ, (μῦς, γαλέη), αρουραίος, ποντικός των αγρών, Λατ. mus araneus, σε Ηρόδ.
μυγμός, -οῦ, (μύζω), μούγκρισμα, μουρμουρητό, σε Αισχύλ.
μυδᾰλέος[], , -ον, υγρός, αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.
μῡδᾰλόεις, -εσσα, -εν, = μυδαλέος, σε Ανθ.
μῠδάω (μύδος), μέλ. -ήσω, είμαι μούσκεμα από την υγρασία, είμαι γλοιώδης από τη σήψη, λέγεται για πτώμα, σε Σοφ.· μυδῶσα κηκίς, γλοιώδης υγρασία, μούχλα, στον ίδ.· μυδῶσαι σταγόνες, σταγόνες που κυλούν, στον ίδ.
μύδος[ῠ], , υγρασία, γλίτσα, σήψη.
μυδρο-κτῠπέω, μέλ. -ήσω, σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο, σε Αισχύλ.
μυδρο-κτύπος, σφυρηλάτηση πυρακτωμένου σίδερου, μυδροκτύπος μίμημα, ο τρόπος του σιδηρουργού που σφυρηλατεί το σίδερο, σε Ευρ.
μύδρος, , μάζα από πυρακτωμένο μέταλλο, σε Ηρόδ.· μύδρους αἴρειν χεροῖν, κρατούν πυρακτωμένο σίδερο στα δυό τους χέρια, ως βασανιστική δοκιμασία, σε Σοφ.
μυέλῐνος, , -ον, αυτός που αποτελείται από μυελό· το επόμ., σε Ανθ.
μυελόεις, -εσσα, -εν, γεμάτος από μυελό, σε Ομήρ. Οδ.
μυελός[ῠ], , μυελός, μεδούλι, Λατ. medulla, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. κ.λπ.· εγκέφαλος, σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για δυναμωτικό φαγητό, οἶνον καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς ἄκρον μυελὸν ψυχῆς, το μεδούλι του εσώτατου μέρους, σε Ευρ.· Τρινακρίας μυελός, λέγεται για τις Συρακούσες, σε Θεόκρ.
μυέω (μύω), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐμύησαΠαθ. παρακ. μεμύημαι, αόρ. αʹ ἐμυήθην· I. εισάγω στα μυστήρια, μυῆσαι, σε Δημ. — στην Παθ., εισάγομαι στα μυστήρια, κατηχούμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οἱ μεμυημένοι, αυτοί που έχουν εισαχθεί στα μυστήρια, οι μυημένοι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., εισάγομαι σε κάτι, τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται, στα μυστήρια των Καβείρων, σε Ηρόδ.· τὰ μεγάλα (ενν. μυστήρια) μεμύησαι, σε Πλάτ. II. γενικά, διδάσκω, καθοδηγώ, με απαρ. ἐμύησάς τινα ἰδεῖν, σε Ανθ.
μύζω (μύ, μῦ), μέλ. μύξω, αόρ. αʹ ἔμυξα· I. μουρμουρίζω με κλειστά χείλη, υποτονθορίζω, βαριαναστενάζω, σε Αισχύλ.· οἰκτισμὸν μύζω, βγάζω βαρύ αναστεναγμό από λύπη, στον ίδ. II. πίνω με κλειστά χείλη, θηλάζω, σε Ξεν.
μῡθέομαι (μῦθοςΕπικ. βʹ ενικ. μυθεῖαι (αντί μυθέεαι) και μύθεαι· Ιων. γʹ πληθ. παρατ. μυθέσκοντο, μέλ. μυθήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ μυθήσατο· I. αποθ., λέω, μιλώ, αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. και απαρ., λέω ότι, στον ίδ.· με απαρ. μόνο, διατάζω, σε Αισχύλ.· με αιτ., εξιστορώ, ανακεφαλαιώνω, σε Όμηρ.· επίσης, μιλώ για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., λέω, μιλώ, εκφέρω, σε Όμηρ.· πόλινμυθοῦμαι πολύχρυσον, μιλώ για την πόλη την τόσο πλούσια σε χρυσάφι, σε Ομήρ. Ιλ. II. μιλώ με τον εαυτό μου, εξετάζω, σκέφτομαι, σε Όμηρ.
μύθευμα, -ατος, τό, ιστορία που έχει ειπωθεί, παραμύθι, σε Αριστ., Πλούτ.
μῡθεύω, μεταγεν. τύπος του μυθέομαι, σε Ευρ.Παθ., είμαι ειπωμένος, γίνεται λόγος για μένα, στον ίδ.· ὡς μεμύθευται βροτοῖς, όπως αναφέρεται από τους θνητούς, στον ίδ.
μυθέω, βλ. μυθέομαι.