Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μῖσος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
μῖσος, τό, I. 1. μίσος, απέχθεια, II. Παθ., κάτι που προκαλεί μίσος, γίνεται αντικείμενο μίσους, σε Τραγ., Πλάτ. 2. Ενεργ., το μίσος που νιώθουμε για κάποιον άλλο, έχθρα, σε Ευρ. III. λέγεται για πρόσωπα, αντικείμενο μίσους, = μίσημα, στους Τραγ.
μῑσό-σοφος, -ον, αυτός που μισεί τη φιλοσοφία, σε Πλάτ.
μῑσό-συλλας, -ου, , εχθρός του Σύλλα, σε Πλούτ.