Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μῆλον"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
μῆλον (Α), -ου, τό, πρόβατο ή κατσίκα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., πρόβατα και κατσίκες, μικρό κοπάδι, Λατ. pecudes, σε αντίθ. προς το βόες, σε Ομήρ. Ιλ.· με επίθ. που προστίθεται για να διακρίνει το γένος, ἄρσενα μῆλα, κριάρια, τράγοι, σε Ομήρ. Οδ.
μῆλον (Β), Δωρ. μᾶλον, -ου, τό, Λατ. mālum· I. μήλο (το φρούτο) ή (γενικά) κάθε οπωροφόρο δέντρο, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ. II. μεταφ., λέγεται για τους μαστούς νεαρής κοπέλας, σε Θεόκρ.· επίσης, μάγουλα, Λατ. malae, σε Ανθ., Λουκ.· πρβλ. μηλοπάρειος· αλλά στον Θεόκρ., τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥεόντι, τά δάκρυά σου τρέχουν γλυκά ή στρογγυλά σαν μήλα.
μηλο-νόμης, -ου, , Δωρ. -μας (νέμω), αυτός που βόσκει πρόβατα ή κατσίκες, σε Ευρ.· ομοίως, μηλο-νομεύς, -έως, , σε Ανθ.
μηλο-νόμος, -ον (νέμω), αυτός που φροντίζει πρόβατα ή κατσίκες, σε Ευρ.