LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μύωψ"
- μύ-ωψ, -ωπος, ὁ, ἡ (μύω, ὤψ),· I. αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν μυωπία, μύωπας, σε Αριστ. II. 1. ως ουσ., μύωψ, -ωπος, ὁ, αλογόμυγα ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. βουκέντρα, σπηρούνι, σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., κίνητρο, διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.