LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μύρτος"
- μύρτος, ἡ, I. το δενδρύλλιο μυρτιά, Λατ. myrtus, σε Σιμων. κ.λπ. II. κλαδί ή στεφάνι από μυρτιά, σε Πίνδ., Αριστοφ.