LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μύρμηξ"
- μύρμηξ, -ηκος, ὁ, Λατ. formica· I. το μερμήγκι, σε Ησίοδ. κ.λπ. II. αρπακτικό ζώο της Ινδίας, σε Ηρόδ.