LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μύλη"
- μύλη[ῠ], ἡ, Λατ. mola· I. μύλος, χειρόμυλος, που τον περιέστρεφαν γυναίκες, σε Ομήρ. Οδ. II. η κάτω, η χαμηλή μυλόπετρα, σε Αριστοφ.· η από πάνω ονομαζόταν ὄνος, στον ίδ.
- μῠλή-φᾰτος, -ον (πέφαμαι), Παθ. παρακ. του *φένω), αλεσμένος σε μύλο, σε Ομήρ. Οδ.