LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μύκης"
- μύκης, [ῠ], -ητος, ὁ, I. μανιτάρι, Λατ. fungus. II. 1. οποιοδήποτε αντικείμενο έχει σχήμα του μανιταριού. 2. γάντζος ή κουμπί στην άκρη της θήκης του σπαθιού. 3. το κομμένο τμήμα από φυτίλι λυχναριού, που θεωρείτο ότι προμήνυε βροχή, σε Αριστοφ.