Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μόρσιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μόρσῐμος, -ον (μόρος),· I. προκαθορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.· τὸ μόρσιμον, πεπρωμένο, μοίρα, σε Πίνδ., Τραγ.· τὰ μόρσιμα, σε Σόλων. II. προορισμένος να πεθάνει, σε Όμηρ.