Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μόνος"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
μόνος, Επικ. και Ιων. μοῦνος, , -ον, Δωρ. μῶνος, , -ον, μόνος.
Α. I. 1.
αφημένος μόνος, παρατημένος, μοναχικός, Λατ. solus, σε Όμηρ. κ.λπ.· μοῦνος ἐών, στον ίδ.· μούνω ἄνευθ' ἄλλων, σε Ομήρ. Οδ. 2. με γεν., μόνος σοῦ, χωρίς εσένα, σε Σοφ. II. 1. ο μόνος, μοναδικός, μοῦνος παῖς υἱός, μοναχογιός και μοναχοπαίδι, σε Όμηρ.· εἷςμόνος, μόνος εἷς, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. με γεν., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων, μόνος αυτός από όλους τους ανθρώπους, σε Ηρόδ.· μόνος ἀνδρῶν, σε Σοφ. κ.λπ. III. υπερθ. μονώτατος, το μοναδικό πρόσωπο, αυτός που βρίσκεται πάνω απ' όλους, σε Αριστοφ., Θεόκρ. Β. I. Επίρρ. μόνως, μόνο, σε Θουκ., Ξεν. II. 1. το σύνηθες επίρρ. είναι το μόνον, μόνο, αποκλειστικά, Λατ. solum, σε Ηρόδ., Αττ.· οὐχ ἅπαξ μόνον, σε Αισχύλ. 2. μόνο, μονάχα, Λατ. modo, με προστ., ἀποκρίνου μόνον, σε Πλάτ.· μή με καταπίῃς μόνον, σε Ευρ. 3. το επίθ. συχνά στέκεται στο λόγο ως επίρρ., χοίνικος μόνης ἁλῶν, για ένα μόνο γαλόνι αλατιού, σε Αριστοφ. 4. οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί..., στον ίδ. κ.λπ.· το μόνον, όπως το Λατ. solum, παραλείπεται μερικές φορές σ' αυτές τις φράσεις: μὴτοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπόθεν, σε Θουκ. 5. μόνον οὐ, όπως το Λατ. tantum non, μόνο που, σε Αριστοφ., Δημ.· μονονουχί, σε Δημ. III. κατὰ μόνας, ως επίρρ., μόνος, σε Θουκ.
μονο-σῑτέω (σῖτος), μέλ. -ήσω, τρώω μια φορά μόνο την ημέρα, σε Ξεν.
μονο-στιβής, -ές (στείβω), αυτός που βαδίζει μόνος, σε Αισχύλ.
μονό-στιχος, -ον, αυτός που αποτελείται από έναν μόνο στίχο, σε Ανθ.· τὰ μονόστιχα, μονόστιχα, σε Πλούτ.
μονόστολος, -ον, αυτός που πορεύεται μόνος, μόνος, μεμονωμένος, σε Ευρ.
μονο-στόρθυγξ, , , κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ.
μονο-σύλλᾰβος, -ον (συλλαβή), ο αποτελούμενος από μία συλλαβή, αυτός που ασχολείται ή πραγματεύεται τα μονοσύλλαβα, λέγεται για τους γραμματικούς, σε Ανθ.