Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μόλυβδος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μόλυβδος, -ου, , I. = μόλιβος, το μέταλλο μόλυβδος, μολύβι, σε Ηρόδ., Ευρ. II. plumbago (μολύβδινος), που κοινώς λέγεται μαύρος μόλυβδος και χρησιμοποιείται στις δοκιμές για την καθαρότητα του χρυσού, σε Θέογν.· μολύβι (το εργαλείο γραφής) με μαύρη μύτη από μόλυβδο, σε Ανθ.