Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μωρός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μωρός, , -όν, σπανίως -ος, -ον, νωθρός, οκνηρός, ανόητος, ηλίθιος, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ μωρόν, ανοησία, σε Ευρ.· μῶρα φρονεῖν, δρᾶν, λέγειν, σε Σοφ., Ευρ.· επίρρ. -ρως, σε Ξεν.
μωρό-σοφος, ο ανοήτως σοφός, ο σοφός μέσα στην ανοησία του, σε Λουκ.