LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μυστήριον"
- μυστήριον, τό (μύστης),· 1. μυστική ή απόκρυφη διδασκαλία· στον πληθ., τὰ μυστήρια, τα μυστήρια των Καβείρων στη Σαμοθράκη, σε Ηρόδ.· της Δήμητρας στην Ελευσίνα, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. οτιδήποτε μυστικό ή απόκρυφο, σε Πλάτ. 3. σκεύη που χρησιμοποιούνται σε μυστηριακές τελετές, σε Ευρ., Αριστοφ. 4. στην Κ.Δ., μυστήριο, θεϊκό μυστήριο, κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη αντίληψη.