Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μυρσίνη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μυρσίνη[ῐ], μεταγεν. Αττ. μυρρίνη, , I. = μύρτος, σε Πίνδ., Ευρ. II. κλαδί ή στεφάνι από μυρτιά, σε Ηρόδ., Αριστοφ.