Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μυρίκη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μῠρίκη[ῑ], , Λατ. myrīca, θάμνος που κυρίως ευδοκιμεί σε βαλτώδες έδαφος και κοντά στη θάλασσα, αρμυρίκι, σε Ομήρ. Ιλ.