Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μυλών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μῠλών, -ῶνος, (μύλη), το οίκημα που στεγάζει τον μύλο, σε Θουκ.· εἰς μύλωνα καταβαλεῖν, Λατ. detrudere in pistrinum, καταδικάζω (έναν σκλάβο) να δουλεύει στον μύλο, σε Ευρ.