Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μυκτήρ"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
μυκτήρ, -ῆρος, (μύσσομαι),· 1. μύτη, ρουθούνι, σε Αριστοφ.· στον πληθ., ρουθούνια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. από τη χρήση της μύτης για να εκφραστεί χλευασμός, σε Ανθ.
μυκτηρίζω, χλευάζω στρέφοντας τα ρουθούνια της μύτης μου, σαρκάζω — Παθ., είμαι αντικείμενο εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Κ.Δ.
μυκτηρόθεν, επίρρ., από τη μύτη, από τα ρουθούνια, σε Ανθ.
μυκτηρό-κομπος, -ον, αυτός που ηχεί μέσα από τα ρουθούνια, σε Αισχύλ.