LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μυκτήρ"
- μυκτήρ, -ῆρος, ὁ (μύσσομαι),· 1. μύτη, ρουθούνι, σε Αριστοφ.· στον πληθ., ρουθούνια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. από τη χρήση της μύτης για να εκφραστεί χλευασμός, σε Ανθ.
- μυκτηρίζω, χλευάζω στρέφοντας τα ρουθούνια της μύτης μου, σαρκάζω — Παθ., είμαι αντικείμενο εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Κ.Δ.
- μυκτηρόθεν, επίρρ., από τη μύτη, από τα ρουθούνια, σε Ανθ.
- μυκτηρό-κομπος, -ον, αυτός που ηχεί μέσα από τα ρουθούνια, σε Αισχύλ.