Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μοῖρα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μοῖρα (μείρομαι), γεν. -ας, Ιων. -ης·
Α. I. 1.
μέρος, μερίδιο, σε Όμηρ. 2. διαίρεση ενός λαού, σε Ηρόδ. 3. πολιτική παράταξη, Λατ. partes, στον ίδ., σε Ευρ. II. 1. μέρος, μερίδιο, μερίδα που αναλογεί σε κάποιον κατά τη διανομή των λαφύρων, σε Όμηρ.· ή ενός γεύματος, σε Ομήρ. Οδ.· ἡ τοῦ πατρὸς μοῖρα, πατρική κληρονομιά, σε Δημ. 2. σε ποικίλες φράσεις, οὐδ' αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν, δεν έχουν σταλιά ντροπή, σε Ομήρ. Οδ.· τέσσαρας μοῖρας ἔχον ἐμοί, κατέχω πλήρως τον τόπο τεσσάρων συγγενών μου, σε Αισχύλ. III. 1. το μερίδιο κάποιου στη ζωή, τύχη, μοίρα, πεπρωμένο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡπεπρωμένη μοῖρα, σε Ηρόδ.· μοῖρ' ἐστι, με απαρ., είναι το γραφτό κάποιου, σε Όμηρ.· ἔσχε μοῖρ' Ἀχιλλέα θανεῖν, ήταν η μοίρα του να πεθάνει, σε Σοφ.· μοῖρα βιότοιο, μερίδιο ή μέτρο, όριο στη ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρμοῖραν (βλ. μόρος), στο ίδ.· ἀγαθῇ μοίρᾳ, με την εύνοια της τύχης, σε Ευρ.· θείᾳ μοίρᾳ, χάρη στη θεϊκή πρόνοια, σε Ξεν. 2. όπως το μόρος, η καθορισμένη για κάθε άνθρωπο μοίρα, δηλ. ο θάνατος, σε Όμηρ., Αισχύλ.· επίσης, το αίτιο του θανάτου, σε Ομήρ. Οδ. IV.1. αυτό που είναι το χρέος κάποιου, Λατ. quod fas est, κατὰ μοῖραν, όπως είναι το πρέπον, ορθά, σε Όμηρ.· σε αντίθ. προς το παρὰ μοῖραν, σε Ομήρ. Οδ.· μοῖραν νέμειν τινί, ορίζω σε κάποιον το καθήκον του, σε Σοφ. 2. σεβασμός, εκτίμηση, ἐν οὐδεμίᾳ μοίρῃ μεγάλην ἄγειν τινά, έχω κάποιον όχι και σε μεγάλη υπόληψη, σε Ηρόδ.· ἐν μείζονι μοίρᾳ εἶναι, σε Πλάτ. V. με γεν., σχεδόν περίφραση, μοῖρα φρενῶν, αντί φρένες, σε Αισχύλ.· ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη, θεωρήθηκε ανδροπρεπής, σε Θουκ.· ἐν πολεμίου μοίρᾳ, σαν να ήταν εχθρός, σε Δημ. Β. I.Μοῖρα, ως κύριο όνομα, η θεότητα του πεπρωμένου, η Ρωμαϊκή Parca, σε Όμηρ.· μεταγεν., υπήρχαν τρεις, η Κλωθώ, η Λάχεσις, η Ἄτροπος, σε Ησίοδ. II. Μοῖραι, λέγεται για τις Ερινύες, σε Αισχύλ.
μοιράω (μοῖρα), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω· μοιράζω, διαιρώ, διανέμω, σε Λουκ.Μέσ., μοιράζουν αναμεταξύ τους, σε Αισχύλ.Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ.