LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μοχλεύω"
- μοχλεύω (μοχλός), μέλ. -σω, ανασηκώνω, ανυψώνω κάτι με τη βοήθεια μοχλού, σε Ηρόδ., Ευρ.

