Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μοχθηρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μοχθηρός, , -όν (μοχθέω), κλητ. μόχθηρε (όχι μοχθηρέI. 1. αυτός που υποφέρει από μία δυσκολία, που πονάει από την ταλαιπωρία, δύστυχος, ταλαίπωρος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· μοχθηρὰ τλῆναι, υποφέρω δυστυχίες, σε Αισχύλ. 2. αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, σε ελεεινά χάλια, μηδαμινός, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., μοχθηρῶς διακεῖσθαι, βρίσκομαι σε ελεεινή κατάσταση, σε Πλάτ.· ομοίως στον συγκρ., μοχθηροτέρως ἔχειν, στον ίδ.· -ότερον, σε Ξεν.υπερθ. -ότατα, σε Πλάτ. II. με ηθική έννοια, πονηρός, αγύρτης, πανούργος, Λατ. pravus, σε Θουκ., Αριστοφ. κ.λπ.