Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μουσικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μουσῐκός, , -όν, Δωρ. μωσικός, , -όν, I. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη, μουσικός, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· τὰ μουσικά, η μουσική, σε Ξεν.· βλ. μουσική· II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει κλίση στη μουσική, επαγγελματίας μουσικός, σε Ξεν., Πλάτ. 2. γενικά, ακόλουθος, θιασώτης των Μουσών, άνθρωπος των γραμμάτων και της γνώσης, λόγιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με απαρ., μουσικώτεροι λέγειν, πιο προικισμένος στο λόγο, στην ομιλία, σε Ευρ. III. επίρρ. -κῶς, αρμονικά, ταιριαστά, σε Πλάτ.· υπερθ. μουσικώτατα, σε Αριστοφ.