Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μορφή"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μορφή, , 1. μορφή, σχήμα, Λατ. forma, σοὶ δ' ἐπὶ μὲν μορφὴ ἐπέων, έχεις τη δύναμη να δίνεις μορφή στα λόγια σου, δηλ. να δίνεις μια απόχρωση αλήθειας στα ψέματά σου, σε Ομήρ. Οδ.· θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ο Θεός προσθέτει το στέμμα της ομορφιάς, της ευγλωττίας στα λόγια του, στο ίδ. 2. μορφή, σχήμα, εικόνα, ιδίως όπως το Λατ. forma, εξαιρετική ή θεσπέσια μορφή, ομορφιά, σε Πίνδ., Τραγ. 3. γενικά, μορφή, σχήμα, διάπλαση, εμφάνιση, σε Σοφ., Ξεν. 4. μορφή, είδος, τύπος, σε Ευρ., Πλάτ.
μορφήεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει συγκεκριμένη μορφή, σχήμα, λίθου, από πέτρα, σε Ανθ.· ιδίως, καλοσχηματισμένος, όμορφος, Λατ. formosus, σε Πίνδ.