LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μοναδικός"
- μονᾰδικός, -ή, -όν (μονάς), αυτός που αποτελείται από μονάδες, μοναδικὸς ἀριθμός, η αφηρημένη έννοια του αριθμού, σε Αριστ.