LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μονάς"
- μονάς, Ιων. μουνάς, -άδος, ιδιαίτερος τύπος θηλ. του μόνος, μόνη, μοναχική, σε Ευρ.· I. ως αρσ. λέγεται για άνδρα, σε Αισχύλ. II. ως ουσ., μονάς, ἡ, μονάδα, σε Πλάτ.

