LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μοιχός"
- μοιχός, ὁ, αυτός που διαπράττει μοιχεία, παράνομος εραστής, διαφθορέας, Λατ. moechus, σε Αριστοφ., Πλάτ.· κεκάρθαι μοιχόν, μου έχουν ξυρίσει το κεφάλι, όπως γινόταν, ως διαπόμπευση, σ' όσους συλλαμβάνονταν επ' αυτοφώρω να διαπράττουν μοιχεία, σε Αριστοφ.

