Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μνῆμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μνῆμα, Δωρ. μνᾶμα, τό (μνάομαι), Λατ. monimentum· I. 1. ενθύμημα, ανάμνηση, καταγραφή της μνήμης μέσω της οποίας θυμόμαστε ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ. 2. ύψωμα, λοφίσκος ή κτίσμα προς τιμήν ενός νεκρού, μνημείο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 3. αναμνηστικό αφιέρωμα, που προσφέρεται σε Θεό, σε Σιμων. παρά Θουκ. II. = μνήμη, θύμηση, σε Θέογν.