Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μνᾶ"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
μνᾶ, , γεν. μνᾶς, ονομαστ. πληθ. μναῖ, Ιων. ονομ. ενικ. μνέα· Λατ. mina· I. ως βάρος, = 100 δραχμές = περίπου 15,2 αγγλικές ουγγιές. II. ως χρηματικό ποσό, = 100 δραχμές, δηλ. 4 αγγλ. λίρες, 1 σεντ και 3 πέννες· 60 μναῖ αντιστοιχούσαν σε ένα τάλαντο.
μνᾱαῖος, , -ον, αυτός που ζυγίζει μία μνᾶ, σε Ξεν.
μνᾶμα, μνάμειον, μναμοσύνα, μνάμων, Δωρ. αντί μνημ-.
μνάομαι (μνᾶ), συνηρ. μνῶμαι, αποθ.· Επικ. τύποι, βʹ ενικ. ενεστ. μνάᾳ, απαρ. μνάασθαι, μτχ. μνωόμενος, γʹ πληθ. παρατ. μνώοντο, Ιων. γʹ ενικ. προστ. μνάσκετο, μόνο σε ενεστ. και παρατ.· I. όπως το μιμνήσκομαι, έχω στο νου μου κάποιον ή κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· στρέφω την προσοχή μου σε κάτι, φύγαδε μνώοντο, στο ίδ. II. 1. επιθυμώ να κερδίσω τη γυναίκα κάποιου, φλερτάρω, με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ. 2. επιδιώκω, επιζητώ χάρη ή αξίωμα, Λατ. ambire, σε Ηρόδ.
μνάσθω, γʹ ενικ. προστ. του μνάομαι.
μνᾱσῐδωρέω, Δωρ. αντί μνησιδωρέω.
μνάσομαι[ᾱ], Δωρ. αντί μνήσομαι, Μέσ. μέλ. του μιμνήσκω.
μναστήρ, , θηλ. μνάστειρα, μνᾶστις, Δωρ. αντί μνηστ-.