Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μνηστήρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μνηστήρ (μνάομαι), Δωρ. μνᾱστήρ, -ῆρος, , Επικ. δοτ. πληθ. μνηστήρεσσι· I. αυτός που επιζητεί την εύνοια μιας γυναίκας, ο διεκδικητής της, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., παιδὸς ἐμῆς μνηστήρ, σε Ηρόδ.· γάμων μνηστήρ, σε Αισχύλ. II. αυτός που ανακαλεί στη μνήμη, που φέρνει στο νου, με γεν., σε Πίνδ.