LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μνημεῖον"
- μνημεῖον, Δωρ. μνᾱμεῖον, Ιων. μνημήϊον, τό, όπως το μνῆμα, Λατ. monimentum· 1. κάθε ενθύμημα, ανάμνηση, εγγραφή στη μνήμη που ανακαλεί πρόσωπο ή πράγμα, σε Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για νεκρό, μνήμα, μνημείο προς τιμήν του, σε Σοφ. κ.λπ.