Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μισθός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μισθός, -οῦ, , I. 1. αμοιβή, πληρωμή, μισθός, σε Όμηρ. κ.λπ.· μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ, λέγεται για προσυμφωνημένες αμοιβές, σε Ομήρ. Ιλ.· μισθοῖο τέλος, τέλος μισθωτής μας υπηρεσίας, στο ίδ.· θητεύειν ἐπὶμισθῷ, σε Ηρόδ.· μισθοῦ ἕνεκα, λέγεται για πληρωμή ή μισθοδοσία, σε Ξεν.· ομοίως στη γεν., μισθοῦ, σε Σοφ., Ξεν.· μηνὸς μισθόν, ως μηνιαίος μισθός, σε Θουκ. 2. στην Αθήνα, η πληρωμή των στρατιωτών και των ναυτών, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, μισθὸς βουλευτικός, η πληρωμή της Βουλής των Πεντακοσίων, μία δραχμή στον καθένα για κάθε ημέρα που βρισκόταν σε συνεδρία· μισθὸς δικαστικός ή ἡλιαστικός, αμοιβή ενός δικαστή (αρχικά ένας οβολός, αλλά από τον καιρό του Κλέωνα τρεις) για κάθε μέρα που παρευρέθηκε στο δικαστήριο· μισθὸς συνηγορικός, αμοιβή δημόσιου συνήγορου, μία δραχμή για κάθε μέρα συνεδρίασης του δικαστηρίου· μισθὸς ἐκκλησιαστικός, αμοιβή για την παρουσία στην εκκλησία του δήμου. 3. αμοιβή γιατρού, σε Αριστ. II. 1. γενικά, αποζημίωση, ανταμοιβή, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με αρνητική σημασία, πληρωμή, ανταπόδοση (εκδίκηση), στους Τραγ.