LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μινύθω"
- μῐνύθω[ῠ], χρησιμ. μόνο στον ενεστ. και τον Ιων. παρατ. μινύθεσκον· I. 1. κάνω (κάτι) μικρότερο ή λιγότερο, ελαττώνω, περικόπτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. 2. ελαττώνω ως προς τον αριθμό, σε Ομήρ. Οδ. II. αμτβ., γίνομαι μικρότερος ή λιγότερος, μειώνω, παρακμάζω, φθάνω στο μηδέν, αφανίζομαι, σε Όμηρ., Ησίοδ.