Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μινυρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μῐνῠρός, , -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, σε Αισχύλ.