LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μινυρίζω"
- μῐνῠρίζω (μινυρός), κυρίως σε ενεστ. και παρατ., παραπονιέμαι χαμηλόφωνα, κλαψουρίζω, μουρμουρίζω, σε Όμηρ.· γενικά, τραγουδώ σε χαμηλό, απαλό τόνο, τραγουδώ με τρίλιες, ψιθυρίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.