Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μιμηλός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μῑμηλός, , -όν, I. μιμητικός, με γεν., σε Λουκ., Ανθ. II. Παθ., αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.